-
1 εγκάρσιος
-
2 ἐγκάρσιος
-
3 ἐγκάρσιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκάρσιος
-
4 ἐγκάρσιος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐγκάρσιος
-
5 εγκαρσία
ἐγκαρσίᾱ, ἐγκάρσιοςathwart: fem nom /voc /acc dualἐγκαρσίᾱ, ἐγκάρσιοςathwart: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἐγκαρσίᾱͅ, ἐγκάρσιοςathwart: fem dat sg (attic doric aeolic) -
6 εγκαρσίας
ἐγκαρσίᾱς, ἐγκάρσιοςathwart: fem acc plἐγκαρσίᾱς, ἐγκάρσιοςathwart: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ἐγκαρσίας
ἐγκαρσίᾱς, ἐγκάρσιοςathwart: fem acc plἐγκαρσίᾱς, ἐγκάρσιοςathwart: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 εγκαρσίων
-
9 ἐγκαρσίων
-
10 εγκαρσίως
-
11 ἐγκαρσίως
-
12 εγκάρσιον
-
13 ἐγκάρσιον
-
14 εγκαρσίαις
-
15 ἐγκαρσίαις
-
16 εγκαρσίαν
-
17 ἐγκαρσίαν
-
18 εγκαρσίοις
-
19 ἐγκαρσίοις
-
20 εγκαρσίου
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐγκάρσιος — athwart masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκάρσιος — α, ο (AM ἐγκάρσιος, α, ον Α και ἐγκάρσιος, ον) πλάγιος, λοξός νεοελλ. αυτός που κόβει σε μήκος ή πλάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. επικάρσιος] … Dictionary of Greek
εγκάρσιος — α, ο επίρρ. α 1. που σχηματίζει με κάτι άλλο ορθή γωνία: Εγκάρσιο δοκάρι. 2. που κόβει ένα σώμα κάθετα προς τον άξονα του μήκους του: Εγκάρσια τομή δέντρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγκαρσίων — ἐγκάρσιος athwart fem gen pl ἐγκάρσιος athwart masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρσίως — ἐγκάρσιος athwart adverbial ἐγκάρσιος athwart masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάρσιον — ἐγκάρσιος athwart masc acc sg ἐγκάρσιος athwart neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρσίαις — ἐγκάρσιος athwart fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρσίοις — ἐγκάρσιος athwart masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρσίου — ἐγκάρσιος athwart masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρσίους — ἐγκάρσιος athwart masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρσίῳ — ἐγκάρσιος athwart masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)