Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐγκάρσιος ἀ

См. также в других словарях:

  • ἐγκάρσιος — athwart masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκάρσιος — α, ο (AM ἐγκάρσιος, α, ον Α και ἐγκάρσιος, ον) πλάγιος, λοξός νεοελλ. αυτός που κόβει σε μήκος ή πλάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. επικάρσιος] …   Dictionary of Greek

  • εγκάρσιος — α, ο επίρρ. α 1. που σχηματίζει με κάτι άλλο ορθή γωνία: Εγκάρσιο δοκάρι. 2. που κόβει ένα σώμα κάθετα προς τον άξονα του μήκους του: Εγκάρσια τομή δέντρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγκαρσίων — ἐγκάρσιος athwart fem gen pl ἐγκάρσιος athwart masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαρσίως — ἐγκάρσιος athwart adverbial ἐγκάρσιος athwart masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκάρσιον — ἐγκάρσιος athwart masc acc sg ἐγκάρσιος athwart neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαρσίαις — ἐγκάρσιος athwart fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαρσίοις — ἐγκάρσιος athwart masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαρσίου — ἐγκάρσιος athwart masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαρσίους — ἐγκάρσιος athwart masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαρσίῳ — ἐγκάρσιος athwart masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»